ζηταρετησιάδης

ζηταρετησιάδης
ζητᾰρετησιάδης, ου, ,
A virtue-seeker, Epigr. ap. Hegesand.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζηταρετησιάδης — ζηταρετησιάδης, ό (Α) αυτός που αναζητεί την αρετή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητώ + αρετή + κατάλ. –ιαδης (το σ είναι ευφωνικό), πρβλ. ανεψ ιάδης, Ασκληπ ιάδης, Στρεψ ιάδης] …   Dictionary of Greek

  • ζηταρετησιάδαι — ζηταρετησιάδης virtue seeker masc nom/voc pl ζηταρετησιάδᾱͅ , ζηταρετησιάδης virtue seeker masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”